Γκροκ

Γκροκ
(Grock, Ρεκονβιλιέ, Βέρνη 1880 – Ιμπέρια, Ιταλία 1959). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ελβετού κλόουν Άντριαν Ουέταχ (Wettach). Από τον πατέρα του, ωρολογοποιό που κατά τις ελεύθερες ώρες του τραγουδούσε, έπαιζε μουσική και έκανε ακροβασίες, έμαθε τα πρώτα στοιχεία της τέχνης του. Από μικρός διοργάνωνε με την αδελφή του Ζαν ένα είδος θεάτρου που παρουσίαζε στα πανδοχεία. Αργότερα ακολούθησε ένα καραβάνι τσιγγάνων και εξοικειώθηκε με όλα τα είδη των μουσικών οργάνων (έπαιζε αριστοτεχνικά δεκατέσσερα, μεταξύ των οποίων και ένα μικροσκοπικό βιολί) και παράλληλα μυήθηκε σε όλα τα μυστικά της τέχνης του τσίρκου. Από το 1906 έως το 1913 συνεργάστηκε με τον κλόουν Αντονέ, κερδίζοντας παντού την αγάπη του κοινού. Αργότερα συνέχισε μόνος του με επιτυχία την καλλιτεχνική του δράση, δίνοντας παραστάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Το 1951 δημιούργησε δικό του περιοδεύον τσίρκο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλόουν — (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα… …   Dictionary of Greek

  • παρωδία — Λογοτεχνική σύνθεση ή θέαμα (πρόζας, επιθεώρησης, χορού, μουσικής, κινηματογράφου) που παρωδεί το περιεχόμενο ή το ύφος και τη γλώσσα ενός άλλου κειμένου ή θεάματος. Το έργο που παρωδείται πρέπει να πληρεί δύο προϋποθέσεις, να είναι σοβαρό και να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”